- φτερουγώ
- -άω, Νφτερουγίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φτερουγίζω, κατά τα νεοασυναίρετα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτερουγώ — βλ. φτερουγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτερουγητό — το, Ν φτερούγισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτερουγώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] … Dictionary of Greek
φτερουγάω — (σπάν. φτερουγώ), φτερούγισα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: φτερουγάω : ο αόριστος σε ισα λόγω ισοδυναμίας με το φτερουγίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φτερουγίζω — φτερούγισα, και φτερουγώ φτερούγησα 1. αμτβ. (για νεοσσούς), κουνώ, χτυπώ τα φτερά για να πετάξω. 2. πετώ σε μικρά διαστήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)